Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Μιλάμε για την Αριστερά: «Τι είναι αυτό που χρειάζεται επειγόντως σήμερα;» του Δ. Καζάκη


Στην αριστερά κυριαρχούσε ανέκαθεν μια ιδιότυπη έπαρση. Για κάποιον περίεργο και μεταφυσικό λόγο θεωρείται ως δεδομένο από πολλούς ότι ο λαός, οι εργαζόμενοι, η εργατική τάξη έχουν απόλυτη ανάγκη την αριστερά Και μάλιστα ανεξάρτητα από την πραγματική κατάσταση της ίδιας της αριστεράς. Επομένως το κυρίαρχο ζήτημα είναι πρώτα να κάνει διάλογο η αριστερά, να τα βρει με τον εαυτό της και κατόπιν να αναλάβει τα ηνία του λαού, ο οποίος υποτίθεται ότι δεν τον απασχολεί τίποτε άλλο εκτός από το πότε και το πώς θα τεθεί επικεφαλής η αριστερά. Μέχρις όμως να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει υπομονετικά να περιμένει πότε θα είναι έτοιμη η αριστερά για να ηγηθεί του αγώνα. Δυστυχώς αυτή την αντίληψη αποπνέει και η πρωτοβουλία που δημοσιοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα με σκοπό τον διάλογο και την κοινή δράση της Αριστεράς.

Άρθρο του Δημήτρη Καζάκη στο Δρόμο της Αριστεράς, 10 Ιουλίου 2010

Το σκηνικό είναι γνώριμο από παλιά. Το έργο έχει παιχτεί πολλές φορές από την εποχή της «ενωμένης αριστεράς» του 1974, του πάλαι ποτέ ενιαίου συνασπισμού της δεκαετίας του ’80 και πάει λέγοντας μέχρι τις μέρες μας. Κάθε φορά που η ζωή και η ταξική πάλη επιτάσσει να στραφούμε στον κόσμο, στους απλούς εργαζόμενους, να οργανώσουμε τη μαζική πάλη τους, να βοηθήσουμε στο ξεκαθάρισμα των άμεσων στόχων και των αιτημάτων εκείνων που θα επιτρέψουν να γεννηθεί ένα αληθινό πλειοψηφικό κίνημα μέσα στο λαό και την εργατική τάξη, ορισμένοι αναζητούν καταφύγιο στο διάλογο της αριστεράς στη βάση του «όλοι αριστεροί είμαστε, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός».

Έτσι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να συζητήσει τα πάντα από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και την σοσιαλιστική προοπτική έως την παύση πληρωμών και τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση τραπεζών, αλλά και την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Και μέχρι να τα συζητήσει όλα αυτά και πολύ περισσότερο μέχρι να καταλήξει σε διεργασίες κοινής δράσης των δυνάμεων της αριστεράς, κάτι πρέπει να κάνουν και οι εργαζόμενοι. Τι; Χαρακίρι; Ή μήπως είναι καταδικασμένοι να ζουν μέσα στην απόγνωση μέχρις ότου, ως άλλος από μηχανής θεός, έρθει να τους σώσει η αριστερά;

Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι είναι πολλοί στην αριστερά που – πίσω από τον όποιο αντικαπιταλιστικό βερμπαλισμό τους – τρέμουν το αίτημα της άρνησης του χρέους και της ρήξης που συνεπάγεται με τον «σκληρό πυρήνα» του κυρίαρχου συστήματος. Γνωρίζουμε επίσης ότι είναι πολλοί εκείνοι που θεωρούν αμάρτημα καθοσιώσεως ακόμη και το να τεθεί θέμα ευρώ ή ΕΕ. Γι’ αυτό άλλωστε και απουσιάζει ακόμη και ως θέμα συζήτησης της εν λόγω πρωτοβουλίας. Υπάρχει μόνο η γενική αναφορά για «αντιμετώπιση θεσμικών μορφών καπιταλιστικής ολοκλήρωσης», όπου πολύ βολικά μπορούν να χαθούν τα πάντα. Ενώ άλλοι προτιμούν να ξεφύγουν από την σκληρή πραγματικότητα με όνειρα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης. Δικαίωμά τους. Γιατί όμως η συζήτηση θα πρέπει να πέσει σ’ αυτό το επίπεδο; Γιατί θα πρέπει να διεξαχθεί από μηδενική βάση και όχι στη βάση των άμεσων αιτημάτων του κινήματος;

Και το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: Μπορεί σήμερα να υπάρξει οποιαδήποτε κίνηση προς τα εμπρός, οποιαδήποτε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η επίθεση, αν δεν ξεκινά από τα ελάχιστα, δηλαδή από την άρνηση του χρέους και την έξοδο από το ευρώ με όλα τα συνοδευτικά μέτρα που έχουν διατυπωθεί και τεκμηριωθεί; Τι σόι συζήτηση ή διάλογος είναι αυτός που αντί να έχει ως αφετηρία του το πώς πρέπει αυτά τα άμεσα και επείγοντα αιτήματα να εξειδικευτούν και να προωθηθούν με όρους μαζικού κινήματος, τα θέτει υπό αμφισβήτηση; Τι εξυπηρετεί κάτι τέτοιο, εκτός από τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό; Γιατί αυτός ο διάλογος θα πρέπει να νομιμοποιήσει ως αριστερές ή προοδευτικές εκείνες τις απόψεις που αντιπαλεύουν τα βασικά αυτά αιτήματα μέσα στο κίνημα; Μήπως γιατί μιλούν κι αυτές εξ ονόματος της αριστεράς και του σοσιαλισμού; Είναι κάτι τέτοιο επαρκές κριτήριο;

Η περίοδος στην οποία βρισκόμαστε δεν είναι συνηθισμένη. Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές και αδυσώπητες. Δεν αφήνουν περιθώρια για γενικές αναζητήσεις στο χώρο της αριστεράς. Τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά. Ή θα κινητοποιηθεί η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης, των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας, ή θα ζήσουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις κοινωνικής αποσύνθεσης και διάλυσης. Πώς όμως θα γίνει να κινητοποιηθεί η πλειοψηφία του λαού; Με εκκλήσεις για να βγει στο δρόμο και να ανατρέψει την κυβέρνηση και τα μέτρα; Αρκεί αυτό, ή αποτελεί ένα βολικό άλλοθι για να χρεωθεί στου ίδιους τους εργαζόμενους η ήττα σύμφωνα με το γνωστό «εμείς τα λέγαμε, καλούσαμε τον κόσμο να ξεσηκωθεί, αλλά αυτός είναι βλάκας και δεν καταλαβαίνει.»

Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι η ενότητα της αριστεράς, ούτε ένα αριστερό μέτωπο, όπως κι αν το εννοεί κανείς, αλλά η ενότητα δράσης της πλειοψηφίας του λαού. Και η πλειοψηφία αυτή δεν βρίσκεται σήμερα στην αριστερά, ούτε καν έχει εμπιστοσύνη στην αριστερά. Όχι γιατί η αριστερά είναι διασπασμένη, αλλά γιατί δεν απαντά στα άμεσα προβλήματά του με τρόπο πειστικό και ρεαλιστικό από τη σκοπιά των συμφερόντων του. Γι’ αυτό και η ενότητα δράσης του λαού δεν περνά αναγκαστικά μέσα από την κοινή δράση της αριστεράς, αλλά μέσα από ένα ενιαίο κοινωνικοπολιτικό μέτωπο των ίδιων των εργαζομένων. Κι αυτό απαιτεί μια εντελώς διαφορετική ενότητα. Όχι μια ενότητα για την ενότητα, αλλά μια ενότητα ανοικτή σε όλους, σε όλες τις δυνάμεις του λαού, που αποδέχονται την κοινή δράση ενάντια στον κοινό εχθρό στη βάση των πιο άμεσων και ζωτικών αιτημάτων για την επιβίωση των εργαζομένων και της χώρας.

Για να κατακτηθεί μια τέτοια ενότητα στην πράξη πρέπει πρώτα να χωρίσουμε για να ενωθούμε. Όχι για να ενωθούμε μεταξύ μας, αλλά για να ενωθούμε πρώτα και κύρια με τον απλό κόσμο. Και πρέπει πρώτα να χωρίσουμε με όλους εκείνους που μπορεί να φωνάζουν πιο δυνατά απ’ όλους ενάντια στην κυβέρνηση, τα μέτρα, το ΔΝΤ, το μνημόνιο, αλλά δεν τολμούν να απαντήσουν ανοιχτά και ξεκάθαρα – από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων και του λαού – τι πρέπει να κάνουμε με το χρέος και με το ευρώ. Αυτό το ενιαίο μέτωπο της πλειοψηφίας των εργαζομένων δεν μπορεί να το εκφράσει κανένα σχέδιο της «παναριστεράς», όσο ριζοσπαστικό κι αν εμφανίζεται στα λόγια, όπως άλλωστε δεν το εξέφρασε ποτέ έως τώρα. Όσοι συναρπάζονται με τέτοια εγκεφαλικά σχέδια αρνούνται ή αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η αριστερά έχει μόνο ένα χρέος: να φανεί χρήσιμη στον αγώνα που διεξάγει σήμερα η εργατική τάξη και γενικά ο λαός για την επιβίωση του. Αν δεν μπορεί να το κάνει αυτό οφείλει να καταλήξει στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας.

Υπάρχει αριστερά σήμερα που μπορεί και πρέπει να πρωτοστατήσει σ’ ένα τέτοιο ενιαίο μέτωπο; Ναι υπάρχει. Δεν θα την βρείτε στις ηγεσίες και τους μηχανισμούς των κομμάτων της, ούτε στους διαλόγους των «επωνύμων» επί παντός επιστητού. Θα την βρείτε να αναπτύσσεται ραγδαία μέσα στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές, εκεί όπου αρχίζουν να ξεπετάγονται για πρώτη φορά τα έμβρυα μιας αυθεντικής λαϊκής οργάνωσης, μέσα από επιτροπές και πρωτοβουλίες μέχρι χθες ανένταχτων, αλλά και ενταγμένων, που ψάχνουν να βρουν τρόπους κοινής δράσης με τους γείτονες και τους συναδέλφούς τους για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα πιο κρίσιμα και επείγοντα προβλήματα της περιόδου. Πρόκειται για μια κρίσιμη μάζα αγωνιστών που διατρέχει οριζόντια τα κόμματα και τις οργανώσεις της αριστεράς και ξέρει να θέτει τα πιο άμεσα αιτήματα της κοινής δράσης πάνω από τις γενικότερες ιδεολογικοπολιτικές διαφορές. Εκεί βρίσκεται η ελπίδα. Κι εκεί μόνο μπορεί να στηριχθεί μια αληθινή πολιτική πρωτοβουλία που δεν θα αναλώνεται με τα όποια κοινά σημεία της αριστεράς, αλλά θα θέτει ως άμεση και επείγουσα ανάγκη το ενιαίο μέτωπο των ίδιων των εργαζομένων, της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού.